- μαστροπικός
- μαστροπ-ικός, ή, όν,A ready to pander: Adv. [comp] Sup. μαστροπικώτατα Sch.S.Aj.520.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μαστροπικός — μαστροπικός, ή, όν (Α) [μαστροπός] αυτός που είναι πρόθυμος για μαστροπεία … Dictionary of Greek
μαστροπικώτατα — μαστροπικός ready to pander adverbial superl μαστροπικός ready to pander neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)